ἐπιπλώσας

ἐπιπλώσας
ἐπιπλώσᾱς , ἐπιπλάζω
fut part act fem acc pl (attic epic doric ionic)
ἐπιπλώσᾱς , ἐπιπλάζω
fut part act fem gen sg (doric)
ἐπιπλώσᾱς , ἐπιπλέω
sail upon
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επιπλώνω — (I) εφοδιάζω με έπιπλα, βάζω σε δωμάτιο ή σε σπίτι τα απαραίτητα έπιπλα («επιπλωμένο σπίτι, δωμάτιο, γραφείο» κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έπιπλο( ν). Η λ. επιπλώ, όω μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις]. (II) ἐπιπλώνω (Μ) εκτείνω, απλώνω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”